πραιτωριανός

πραιτωριανός
πραιτωριανός, -ή, -όν, ΝΑ, και πραιτοριανός, Ν
1. αυτός που έχει σχέση με τον πραίτωρα ή ανήκει σε αυτόν
2. δορυφόρος, σωματοφύλακας τού πραίτωρα
3. το αρσ. ως ουσ. ο πραιτωριανός ή πραιτοριανός
α) στρατιώτης τής προσωπικής φρουράς τού Ρωμαίου αυτοκράτορα
β) παλαίμαχος τών αυτοκρατορικών χρόνων τής Ρώμης
4. (κυρίως στον πληθ.) οι πραιτωριανοί ή πραιτοριανοί
επίλεκτο σώμα τού ρωμαϊκού στρατού αποτελούμενο από άνδρες τής αυτοκρατορικής φρουράς, οι οποίοι απέκτησαν σταδιακά πολλή μεγάλη δύναμη έτσι ώστε να καθαιρούν και να αναγορεύουν αυτοκράτορες
νεοελλ.
συνεκδ. στρατιωτικά τάγματα πάνω στα οποία στηρίζονται αυτοκράτορες, δικτάτορες και άλλοι τύραννοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetorianus < praetorium (βλ. λ. πραιτώριο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πραιτώριος — ία, ον, Α 1. αυτός που ανήκει στο πραιτώριο 2. αυτός που ανήκει στη φρουρά τού πραιτωρίου, πραιτωριανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. praetorius < praetor, ōris (βλ. λ. πραίτωρ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”